πολύευκτος

πολύευκτος
I
Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ., προς τιμήν του ρήτορα, που είχε πεθάνει πριν από 40 χρόνια.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Δεκεμβρίου.
2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 1 Αυγούστου.
3. Στρατιώτης στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) και του Ουαλεριανού (251 – 259). Υπηρετούσε στη Μελιτηνή της Αρμενίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Ιανουαρίου.
III
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (956 – 970). Συνετέλεσε πολύ στην άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο θρόνο, αργότερα δε αντιστάθηκε στη στέψη του Ιωάννη Τσιμισκή, ως αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Μόνο δε μετά από διαπραγματεύσεις και καταργήσεις διάφορων εκκλησιαστικών νόμων του Νικηφόρου, ο Π. δέχτηκε να στέψει τον Τσιμισκή. Επί Νικηφόρου, συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα, εξαιτίας του γάμου του με τη Θεοφανώ για τον οποίο αντέταξε δυσκολίες και απέκρουσε τελείως την αίτηση, με την οποία ο βασιλιάς ζητούσε να ανακηρύσσονται μάρτυρες όλοι οι χριστιανοί που σκοτώνονταν σε πόλεμο εναντίον των Μωαμεθανών. Από τον Π. βαφτίστηκε η βασίλισσα της Ρωσίας Όλγα, όταν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη επί της πατριαρχείας του. Ο Π. ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 5 Φεβρουαρίου.
* * *
-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + εὐκτός (< εὔχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πολύευκτος — Πολυεύκτος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύευκτος — much prayed for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυευκτότατον — πολύευκτος much prayed for masc acc superl sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύευκτον — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτου — Πολυεύκτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτου — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτους — Πολυεύκτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτους — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτων — Πολυεύκτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτων — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”